- αντενοικίζω
- ἀντενοικίζω (Μ), ἀντενοικίζομαι (Α)μσν.βάζω κάποιον να κατοικήσει εκεί που κατοικούσε άλλοςαρχ.εγκαθίσταμαι σε νέα κατοικία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντενοικίζονται — ἀντενοικίζω introduce as inhabitants instead pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)